Σαν σήμερα περνά στην Αιωνιότητα ο Εθνικός Ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Γεννηθείς στην Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου του 1798, ο Διονύσιος Σολωμός κατέκτησε εξαρχής μία σημαντική θέση στους φιλολογικούς κύκλους της Ζακύνθου. Σπουδασθείς στην Ιταλία, επέστρεψε στην Ζάκυνθο το 1818, όπου γνωρίστηκε με πολύ σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους του νησιού και ξεκίνησε να γράφει στα ιταλικά και στα ελληνικά.
Συγκλονίστηκε από την Επανάσταση του 1821 και τον Αγώνα των Ελλήνων για Πατρίδα και Ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό. Ως αποτέλεσμα του θαυμασμού του για αυτόν τον αγώνα συνέγραψε πολλά ποιήματα, μεταξύ των οποίων και τον Ύμνο εις την Ελευθερία, που του χάρισε τον χαρακτηρισμό «Εθνικός Ποιητής» και την φήμη που τον ακολουθούσε μέχρι τον θάνατο του, που ήρθε σαν σήμερα στις 9 Φεβρουαρίου του 1857.
Σπουδαιότερα ποιήματά του είναι:
▪ Ύμνος Εις την Ελευθερίαν
▪ Ωδή στο Θάνατο του Λόρδου Βύρωνα
▪ Εις Μάρκον Μπότσαρην
▪ Ο Κρητικός
▪ Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
▪ Η Γυναίκα της Ζάκυνθος
▪ Λάμπρος
Ως ένδειξη τιμής στον Εθνικό μας Ποιητή σας παραθέτουμε αποσπάσματα από δύο μέγιστα ποιήματα του, τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»:
Ύμνος εις την Ελευθερίαν
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
2
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
3
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
“έλα πάλι”, να σου πεί.
4
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Ελεύθεροι πολιορκημένοι:
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο, τί χάρ᾿ ἔχουν τὰ μάτια,
τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ᾿ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ᾿ ἀθάνατα ποδάρια
(κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα·
ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη πὤχει,
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ῾ναι κρυμμένα!
Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
κι εὐθὺς ἐγὼ τ᾿ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ῾χ᾿ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου