Οι
Σαρακατσαναίοι είναι ένα πανάρχαιο πρωτοελληνικό φύλο. Νομάδες
κτηνοτρόφοι, ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά
διασκορπισμένοι σ' ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα.
Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας
Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα Άγραφα, χώρος που λόγω της
γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και
γι' αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους.
Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη
ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα
χρόνια του Αλή Πασά.
Η ονομασία
Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και διάφορες ετυμολογίες.
Σύμφωνα με τη Σαρακατσάνικη παράδοση πήραν το όνομά τους από τους
Τούρκους. Όταν έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Σαρακατσάνοι
φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον
κατακτητή.
Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται
συνεχώς. Γι' αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά =μαύρος και
κατσάν=φυγάς, ανυπότακτος ), δηλ. «μαύροι φυγάδες».
Από το Καρακατσάν με παραφθορά προήλθε η λέξη «Σαρακατσάνος».
Μια άλλη πιθανή ετυμολογία είναι από την τουρκική λέξη σαράν που
σημαίνει «φορτώνειν» ή σιαρίκ (=κλέφτης) και την τουρκική μετοχή
κατσάν=φυγάς, ανυπότακτος, (σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από
καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια
τους και γι' αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα οι Τούρκοι.