Όλοι μιλούν για τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το άσυλό τους, δίνοντας στις έννοιες αυτές νοηματοδότηση θετική. Δεν μπορούν να φανταστούν ότι, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε μέσα στο πανεπιστήμιο, αφορά τα αρνητικά νοήματα που η γλώσσα μας αποδίδει στις έννοιες «ίδρυμα» και «άσυλο».
Ναι, το σημερινό ελληνικό πανεπιστήμιο είναι εντελώς ξεκομμένο από την υπόλοιπη ελληνική πραγματικότητα –κι αυτό συμβαίνει από κάθε άποψη: Τόσο από τη σκοπιά του έργου (αν υπάρχει), του βίου και της ψυχοσύνθεσης των καθηγητών, όσο και από τη ματιά, τον λόγο και τον τρόπο ζωής των φοιτητών. Πρόκειται για μια παράπλευρη απώλεια που έχει προκαλέσει η παγκοσμιοποίηση στο πανεπιστήμιό μας. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανήκει κι αυτή σ’ εκείνους τους σημαντικούς ιδεολογικούς και πολιτικούς θεσμούς οι οποίοι, στα πλαίσια του νέου υπερεθνικού περιβάλλοντος, αποεδαφικοποιούνται, προσκολλώνται στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης, αποστερούμενοι οποιασδήποτε εθνικής και κοινωνικής αξίας. Χάνουν, δηλαδή, τη λειτουργία της λαϊκής υποδομής και του κοινωνικού θεσμού, είναι «παρεμπιπτόντως» ελληνικοί και όχι οργανικά δεμένοι με την κοινωνία στην οποία βρίσκονται.
Οι εκφράσεις τούτου του προβλήματος είναι άπειρες. Και αξίζει κανείς να σταθεί σ’ αυτές και να τις διερευνήσει. Όμως εδώ θέλουμε να σταθούμε στην πιο οικεία μας ανάμεσά τους –που πιστεύουμε ότι αποτελεί και δείκτη του πόσο συντριπτικά έχει κυριαρχήσει η λογική της παγκοσμιοποίησης στους κόλπους του πανεπιστημίου.
Με βάση την κοινή λογική, θα περίμενε κανείς πως όταν η συντριπτική πλειοψηφία της ΔΑΠ και της ΠΑΣΠ έχει θυσιάσει κάθε ιδεολογική, πολιτική (ακόμα και… απλώς νοητική) διεργασία στις «φυγές» της Αράχοβας και της Μυκόνου, προωθώντας επί της ουσίας τον σταρχιδισμό και την αδιαφορία για το τι συμβαίνει έξω από τις πύλες του πανεπιστημίου, θα υπήρχε μια αντιπολίτευση που να στέκεται στον αντίποδα τούτων των αποβλακωτικών πρακτικών.
Φρούδες ελπίδες. Η περίφημη «φοιτητική αντιπολίτευση» του άρθρου 16 κινείται στα ίδια μήκη κύματος, βράζει στο ίδιο καζάνι, προσφέροντας απλώς εναλλακτικές ως προς την κυρίαρχη «αριστερές» μορφές φυγής και αποστασιοποίησης από την ελληνική κοινωνία.
Από πού να αρχίσουμε; Από έναν τρόπο ζωής που απλώς διαφέρει ως προς τα μπαράκια; Από έναν στιλιστικό «έθνικ» κοσμοπολιτισμό, που έχει ως πρωτεύουσά του τη Βαρκελώνη, σημαία του μια άκρως ναρκο-ναρκισσιστική, εγωιστική νοοτροπία, και σήμα κατατεθέν τις «τζίβες» και τα «ράστα»; Θα μπορούσε κανείς να σταθεί σ’ αυτά, καθώς είναι εκείνα που διαχειρίζονται την κοινωνικότητα και τον ελεύθερο χρόνο των φοιτητών –κι ως εκ τούτου αναδεικνύονται στις πιο ελκυστικές πτυχές αυτής της ενσωματωμένης λογικής. Όντως. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, αφορά στην ίδια την «ιδεολογία» αυτής της φοιτητικής αντιπολίτευσης. Και τούτο διότι αντιπροσωπεύει ακριβώς το αντίθετο από ό,τι διακηρύττει.
Ας θυμηθούμε το πώς ανέλυε ο Κ. Μαρξ την έννοια της ιδεολογίας: Η ουσία του ανθρώπου είναι να μετασχηματίζει μέσω της εργασίας του τον φυσικό κόσμο σε υλικό, τεχνητό του σώμα. Η θρησκεία ή η ιδεολογία παρεμβαίνουν σ’ αυτή την πραγματικότητα και την αλλοτριώνουν. Προσπαθούν να πείσουν ότι η ανθρώπινη ουσία ανάγεται αλλού, στο μεταφυσικό επέκεινα ή στον ουρανό των καθαρών ιδεών.
Πλέον, όλοι ξέρουμε ότι η επίθεση του Μαρξ στην ιδεολογία, στο όνομα ενός ακραίου υλισμού, ήταν εντελώς άστοχη. Ότι ο άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω από ένα παραγωγικό ον και η πεμπτουσία του δεν ανάγεται στην εργασία. Όσα όμως έγραφε ο Μαρξ είναι απολύτως έγκυρα για μια ορισμένη ψευδομαρξίζουσα σοσιαλθολούρα που διακατέχει αυτήν τη φοιτητική αντιπολίτευση. Για μια μεταμοντέρνα λογική, που προσεγγίζει τις ιδέες ως λάιφ στάιλ εξαρτήματα, που επικαλείται τον Μαρξ και τον Μπακούνιν, το 1917 και την ισπανική επανάσταση, το ’68, τις συγκρούσεις στον δρόμο κ.ο.κ. ως κενά, θεαματικά σύμβολα, που μπορεί να συζητάει με τις ώρες για όλα αυτά δίχως ποτέ μα ποτέ να τα συνδέει με το τι συμβαίνει έξω από την πόρτα των μπαρ και των σπιτιών των μεταμεσονύχτιων ψευδοεπαναστατικών λιτανειών.
Αυτή η λογική, εντέλει εξίσου παρασιτική όσο η άρχουσα τάξη, είναι μια λογική που επικαλείται μια θολή αντιεξουσιαστική αμφισβήτηση και μια γενικόλογη καταγγελία, για τη μοίρα των 700 ευρώ που την περιμένει, μόνον ως υπεκφυγή. Και το κάνει για να μην πάρει θέση απέναντι στα πραγματικά έργα της εξουσίας στον τόπο μας, τον παρασιτισμό, τη διάρρηξη του παραγωγικού ιστού, την εκποίηση της χώρας κ.ο.κ. Και πώς αλλιώς θα μπορούσαν να κάνουν; Να καταγγείλουν τα μπαρ στα οποία πηγαίνουν καθημερινά; Ή μήπως να βγουν και να πουν ότι οι σχολές που τους αναδεικνύουν σε «φλογερούς αμφισβητίες», συνήθως τα πολυτεχνεία και οι νομικές, έχουν γίνει οι πιο ταξικές σχολές του ελληνικού πανεπιστημίου, αφού εκεί φοιτούν, κατά μεγάλη πλειοψηφία, όλοι οι γόνοι των πλούσιων οικογενειών;
Τι μένει πίσω απ’ όλο αυτό το φανφαρόνικο στιλ της αυτοοργάνωσης και της αντιεξουσίας; Μα, βεβαίως, μια άκρως ατομικιστική, φιλελεύθερη λογική, που υποστηρίζει ότι αφού τάχα η κοινωνία είναι «εξουσία και καταπίεση», εγώ δικαιούμαι να εξεγείρομαι, διεκδικώντας «τα πάντα» με το μικρότερο δυνατό κόστος: Θα κλέψω για να πάρω πτυχίο, θα τα κάνω πλακάκια με τους καθηγητές που «εκτιμούν το κριτικό μυαλό μου» για να βρω μεταπτυχιακό, θα βάλω βύσμα στον στρατό, και τον μπαμπά να μου βρει δουλειά σε ’κάνα φίλο. Όλως τυχαίως, πρόκειται για την ίδια μηδενιστική λογική που επιδεικνύει ο κυρίαρχος σήμερα νεοέλληνας καταναλωτής!
Προϋπόθεση για την ανάπτυξη αυθεντικών φοιτητικών κινημάτων, που μπορούν να εξελιχθούν σε κινήματα κοινωνικά, να συναντήσουν δηλαδή τα μεγάλα προβλήματα αυτού του λαού και αυτής της χώρας, είναι να υπονομεύσουμε αυτή την ψευδοαμφισβητησιακή λογική, η οποία αποτελεί σήμερα το όπιο του πολιτικοποιημένου φοιτητή, και τον αποτρέπει από το να ασκήσει πραγματική αντιπολίτευση στην αυτοκτονική για τον λαό και τη χώρα πολιτική των αρχουσών της τάξεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου