Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, καταγόταν από το
Λιμποβίσι της Καρύταινας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην
Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του,
Ζαμπίας Κωτσάκη (εκεί κατέφυγαν οι δυο τους μετά τον θάνατο του πατέρα).
Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη
εξέγερση η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας το 1770
και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον
πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
εισχώρησε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και στα 15 του έγινε
καπετάνιος. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το
1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον
Ρωσοτουρκικό πόλεμο.
Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα
δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης
και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις
της Πελοποννήσου. Κατάφερε - μαχόμενος - να διαφύγει τελικά με
πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και
περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο
λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα
του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο και τιμήθηκε με τον βαθμό του
ταγματάρχη για τη δράση του εναντίον των Γάλλων.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και άρχισε να προετοιμάζει την
Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25
Μαρτίου[2]. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης
στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη
δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την
25 Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της
Μεγαλόπολης.
Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη ενώ ο Νικηταράς
στα "πίσω χωριά" ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκοναι
όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση,
όπως και έγινε.[3] Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις
του αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της
Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του
Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην
Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του
νου.
Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου.
Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει
τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη
ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν
και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:
Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι
όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το
σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το
έκοψαν.
Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την
Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού
θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το
Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης
αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη
Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο,
που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του
στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την
Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα (η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).
Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς
διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές
του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην
αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του
21 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του.
O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν
(κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και
παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και
να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν
ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν,
ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου.
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές -
ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το
στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία των
Ελλήνων κτηνοτρόφων, που εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για
την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της επανάστασης.
Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει
ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε
στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες
του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι
στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης
προδοσίας και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε
θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και
ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της
Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης
υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που
κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής
από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την
Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843
από εγκεφαλικό επεισόδιο, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά
ανάκτορα.
Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
«Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε
πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν
τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ
να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε
όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και
οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι,
μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την
Επανάσταση»
Παιδιά του ήταν ο Γενναίος(Ιωάννης), που έγινε στρατιωτικός και
μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος, που δολοφονήθηκε το
1824, ο μετέπειτα συνονόματος Πάνος και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα
Δικαίου.